- αχαράκωτος
- -η, -ο (Α ἀχαράκωτος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες)3. ο αχάρακτος, όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό εργαλείοαρχ.1. άφραχτος, ανοχύρωτος2. χωρίς φίλους, απροστάτευτος.
Dictionary of Greek. 2013.